- ορατήρ
- ὁρατήρ, -ῆρος, ὁ (Α)ορατής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὁρα- τού ὁρῶ* + επίθημα -τήρ (πρβλ. οπ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁρατήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek